- κτηνοτρόφος
- κτηνοτρόφοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτηνοτρόφος — ο (AM κτηνοτρόφος, ον) 1. (για τόπο ή χώρα) αυτός στον οποίο τρέφονται πολλά ζώα, ο κατάλληλος για εκτροφή και ευδοκίμηση ζώων (α. «κτηνοτρόφος περιοχή» β. «γῆ κτηνοτρόφος ἐστί», ΠΔ) 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κτηνοτρόφος αγρότης που έχει… … Dictionary of Greek
κτηνοτρόφος — ο, η αυτός που έχει επάγγελμα την κτηνοτροφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτηνοτρόφοις — κτηνότροφος keeping cattle masc/fem/neut dat pl κτηνοτρόφος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνοτρόφον — κτηνοτρόφος masc/fem acc sg κτηνοτρόφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνοτρόφου — κτηνότροφος keeping cattle masc/fem/neut gen sg κτηνοτρόφος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνοτρόφους — κτηνότροφος keeping cattle masc/fem acc pl κτηνοτρόφος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνοτρόφων — κτηνότροφος keeping cattle masc/fem/neut gen pl κτηνοτρόφος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνοτρόφῳ — κτηνότροφος keeping cattle masc/fem/neut dat sg κτηνοτρόφος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνοτρόφοι — κτηνοτρόφος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνοτροφία — Η τέχνη της εκτροφής ζώων, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως ως τροφή του ανθρώπου. Η κ. εμφανίστηκε στην ανθρώπινη ιστορία σε υποτυπώδη μορφή πριν από τη γεωργική περίοδο και αμέσως μετά το στάδιο του κυνηγιού. Από τα ζώα χρησιμοποιούσαν αρχικά… … Dictionary of Greek